μωροπιστία
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
Greek Monolingual
η
το γνώρισμα, η ιδιότητα του μωρόπιστου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Κοκκώνη].
Translations
gullibility
Arabic: سَذَاجَة; Bulgarian: доверчивост, лековерие; Catalan: credulitat; Chinese Mandarin: 易受骗; Czech: důvěřivost; Dutch: lichtgelovigheid, goedgelovigheid; Finnish: herkkäuskoisuus; French: crédulité; Galician: credulidade; German: Leichtgläubigkeit; Greek: αγαθοπιστία, αγαθοσύνη, αφέλεια, ευκολοπιστία, ευπιστία, μωροπιστία; Ancient Greek: εὐήθεια, εὐηθία, εὐηθίη, τὸ πειστικόν; Hebrew: תמימות; Latin: credulitas; Macedonian: лековерност; Maori: whakapono tūpatokore; Polish: naiwność, łatwowierność; Portuguese: credulidade; Russian: доверчивость, простодушие, наивность; Serbo-Croatian: lakovjernost; Spanish: credulidad, tragaderas; Swedish: godtrbogenhet; Tagalog: kamapaniwalain