μόνιος

From LSJ

καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μονιός.

Greek Monolingual

-α -ο (Μ μόνιος, -α, -ο) μόνος
μόνος («και μόνιος και ολομόναχος με λογισμό πορπάτει», Ερωτόκρ.).