νέως

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
nouvellement, récemment;
Cp. νεωτέρως, Sp. νεώτατα.
Étymologie: νέος.

Greek Monotonic

νέως: επίρρ. του νέος.

German (Pape)

adv. zu νέος.

Russian (Dvoretsky)

νέως: adv. недавно, только что Plat., Thuc.

Middle Liddell

[adverb of νέος.]