ναρκώ

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

ναρκῶ, -άω (Α) νάρκη
βρίσκομαι σε κατάσταση νάρκης, γίνομαι δυσκίνητος, ναρκώνομαι, μουδιάζω.