νεκροστολίζω

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

στολίζω νεκρό, διακοσμώ το φέρετρο με τον νεκρό.