νεκροστολίζω

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source

Greek Monolingual

στολίζω νεκρό, διακοσμώ το φέρετρο με τον νεκρό.