νεκρόψυχος
From LSJ
English (LSJ)
νεκρόψυχον, spiritless, Cat.Cod.Astr. 8(4).139, Vett.Val.68.17.
Greek Monolingual
νεκρόψυχος, -ον (Α)
άθυμος, άψυχος δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. θνητό-ψυχος, ιερό-ψυχος].
Full diacritics: νεκρόψῡχος | Medium diacritics: νεκρόψυχος | Low diacritics: νεκρόψυχος | Capitals: ΝΕΚΡΟΨΥΧΟΣ |
Transliteration A: nekrópsychos | Transliteration B: nekropsychos | Transliteration C: nekropsychos | Beta Code: nekro/yuxos |
νεκρόψυχον, spiritless, Cat.Cod.Astr. 8(4).139, Vett.Val.68.17.
νεκρόψυχος, -ον (Α)
άθυμος, άψυχος δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. θνητό-ψυχος, ιερό-ψυχος].