νεκτάριο

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source

Greek Monolingual

το (Α νεκτάριον) νέκταρ
νεοελλ.
στον πληθ. τα νεκτάρια
βοτ. αδένες τών φυτών οι οποίοι εκκρίνουν νέκταρ και οι οποίοι βρίσκονται συνήθως στα άνθη
αρχ.
1. το φυτό ελένιο
2. είδος φαρμάκου
3. ονομασία διαφόρων κολλυρίων.