πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected
το (Α νεκτάριον) νέκταρνεοελλ.στον πληθ. τα νεκτάριαβοτ. αδένες τών φυτών οι οποίοι εκκρίνουν νέκταρ και οι οποίοι βρίσκονται συνήθως στα άνθηαρχ.1. το φυτό ελένιο2. είδος φαρμάκου3. ονομασία διαφόρων κολλυρίων.