νεκταρόβρυτος

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek (Liddell-Scott)

νεκταρόβρυτος: -ον, ὁ βρύων νέκταρ, Ἰω. Εὐγενικ. Διακον. Cod. Par. 2075, fol. 595 r0.

Greek Monolingual

νεκταρόβρυτος, -ον (Μ)
αυτός που είναι γεμάτος νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -βρυτος (< βρύω «ξεχειλίζω, είμαι άφθονος»), πρβλ. ωκεανό-βρυτος χαριτό-βρυτος].