νεφελοβάμων
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Greek Monolingual
-ον
αυτός που περπατά στα σύννεφα, που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. -ο- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ν. Γ. Μοσχοβάκη].