νιτροπηγικός
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
English (LSJ)
νιτροπηγική, νιτροπηγικόν, made of congealed νίτρον, Alex.Trall. 12.
Greek (Liddell-Scott)
νιτροπηγικός: -ή, -όν, ὁ κατεσκευασμένος ἐκ πεπηγότος νίτρου, Ἀλέξ. Τραλλ. 11. 630.
Greek Monolingual
νιτροπηγικός, -ή, -όν (Α)
κατασκευασμένος από παγωμένο νίτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίτρον + πήγνυμι (πρβλ. ναυπηγικός)].
German (Pape)
ή, όν, das Gewinnen des Natrums betreffend, Sp.