νοητών

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

νοητῶν, -οῦσα, -όν (Μ)
νοερός, νοητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη < νοητός + μετοχική κατάλ. -ών].