νομικάριος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ὁ, = νομικός (notary, lawyer) 11.2, POxy.1131.3 (v A.D.), etc.
Greek Monolingual
νομικάριος, ὁ (Μ) νομικός
συμβολαιογράφος, νοτάριος.