νομοποιώ

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

νομοποιῶ, -έω (Α)
συντάσσω νόμους, νομοθετώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -ποιῶ (< -ποιός)].