νοσογνώμων

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek (Liddell-Scott)

νοσογνώμων: -ονος, = τῷ προηγ., μεταγεν.

Greek Monolingual

νοσογνώμων, -ον (Α)
νοσογνωμονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + γνώμων (πρβλ. ιππο-γνώμων, λιθο-γνώμων)].

German (Pape)

ον, Krankheiten an ihren äußeren Merkmalen erkennend (?).