νοσολογώ

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek Monolingual

νοσολογῶ, -έω (Α)
εξηγώ τα αίτια ασθένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -λογῶ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. θρηνολογώ, ιατρολογώ].