νοσολογώ
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
νοσολογῶ, -έω (Α)
εξηγώ τα αίτια ασθένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + -λογῶ (< -λόγος < λέγω), πρβλ. θρηνολογώ, ιατρολογώ].