νοτιοανατολικός

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek Monolingual

και νοτιανατολικός, -ή, -ο
1. αυτός που είναι στραμμένος ή βρίσκεται στο μεταξύ νότου και ανατολής, σημείο του ορίζοντα ο μεσημβρινοανατολικός
2. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το παραπάνω σημείο του ορίζοντα, ο σιρόκος.
επίρρ...
νοτιοανατολικώς καὶ -ά και νοτιανατολικώς καί -ά
προς το νοτιοανατολικό σημείο του ορίζοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].