νουσομελής

From LSJ

Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn

Menander, Monostichoi, 442
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουσομελής Medium diacritics: νουσομελής Low diacritics: νουσομελής Capitals: ΝΟΥΣΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: nousomelḗs Transliteration B: nousomelēs Transliteration C: nousomelis Beta Code: nousomelh/s

English (LSJ)

νουσομελές, with diseased limbs, Man.4.476.

Greek (Liddell-Scott)

νουσομελής: -ές, ὁ ἔχων νοσοῦντα τὰ μέλη, Μανέθων 4. 476.

Greek Monolingual

νουσομελής και νοσομελής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος έχει μέλη που νοσούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -μελής (< μέλος), πρβλ. υγρομελής].

German (Pape)

ές, mit kranken Gliedern, βροτοί, Maneth. 4.476.