νουσοφόρος

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νουσοφόρος Medium diacritics: νουσοφόρος Low diacritics: νουσοφόρος Capitals: ΝΟΥΣΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: nousophóros Transliteration B: nousophoros Transliteration C: nousoforos Beta Code: nousofo/ros

English (LSJ)

νουσοφόρον, Ion. for νοσοφόρος, γῆρας AP6.27 (Theaet.).

German (Pape)

ion. und poet. = νοσοφόρος, Krankheit bringend, γῆρας, Theaet.Schol. 1 (VI.27).

Russian (Dvoretsky)

νουσοφόρος: несущий с собой болезни (γῆρας Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νουσοφόρος: -ον, Ἰων. ἀντὶ νοσοφόρος, Ἀνθ. Π. 6. 27.

Greek Monolingual

νουσοφόρος, -ον (Α)
ιων. τ. αυτός που προκαλεί αρρώστια, ο νοσογόνος («γήραϊ νουσοφόρῳ», Θεαίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + -φόρος].

Greek Monotonic

νουσοφόρος: Ιων. αντί νοσοφόρος, σε Ανθ.