ντόμινο

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source

Greek Monolingual

το
1. είδος χειμερινού ωμοφορίου που έφεραν άλλοτε οι ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί
2. ενιαίο μακρύ ένδυμα με κουκούλα, που φορούν συνήθως οι μεταμφιεσμένοι τις Απόκριες
3. (κατ' επέκτ.) ο μεταμφιεσμένος με το παραπάνω ένδυμα
4. είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού που παίζεται από δύο ή τέσσερεις παίκτες με 28 μικρά ορθογώνια πλακίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. domino < λατ. domino, δοτ. του dominus «κύριος». Το παιχνίδι ντόμινο ονομάστηκε έτσι επειδή ο νικητής αναφωνούσε τη λ. domino σε ένδειξη πανηγυρισμού].