νυκτιβάτης
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
English (LSJ)
[ᾰ], ου, Dor. νυκτιβάτας, walking by night, Lyr.Alex. Adesp.19.7.
Greek Monolingual
νυκτιβάτης, ὁ (Α)
βλ. νυκτοβάτης.