νυκτοκόραξ

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source

Greek (Liddell-Scott)

νυκτοκόραξ: νυκτικόραξ, Ἡσύχ. ἐν λ. στρίγλος.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νυκτοκόραξ)
βλ. νυχτοκόρακας.