νυμφοκομώ

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293

Greek Monolingual

νυμφοκομῶ, -έω (Α) νυμφοκόμος
1. στολίζω νύφη, οδηγώ στο σπίτι νύφη
2. ντύνομαι, στολίζομαι σαν νύφη
3. καθιστώ κάποιον ώριμο για γάμο.