νωπότητα

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του νωπού, φρεσκάδα
2. υγρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωπός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς].