ξέβαν

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source

Greek Monolingual

ξέβαν, τὸ (Μ)
1. έξοδος
2. αναχώρηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. της προστ. του ρ. ξεβαίνω, κατά τα έβγα, έμπα].