Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
-η, -ο
αυτός που δεν έχει πνοή, που ανασαίνει ή μιλάει αργά και πολύ σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἔκπνοος (βλ. και λ. ξε-)].