ξίφαι

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξίφαι Medium diacritics: ξίφαι Low diacritics: ξίφαι Capitals: ΞΙΦΑΙ
Transliteration A: xíphai Transliteration B: xiphai Transliteration C: ksifai Beta Code: ci/fai

English (LSJ)

τὰ ἐν ταῖς ῥυκάναις δρέπανα ἢ σιδήρια, Hsch.

German (Pape)

[Seite 279] αἱ, die Eisen am Hobel, Hesych.

Greek Monolingual

ξίφαι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ ἐν ταῖς ῥυκάναις δρέπανα ἤ σιδήρια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ξίφος, ενώ έχει προταθεί και η διόρθωση της σε ξιφίδια].