ἀφ' ἡμέρας γίνεσθαι ἐν τῷ Μουσείῳ → in the Museum from early in the day
και ξαγρύπνια, ηστέρηση του ύπνου, αγρυπνία, αϋπνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξαγρυπνώ, κατά το σχήμα αγρυπνώ - αγρύπνια].