ξανθόχροος

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξανθόχροος Medium diacritics: ξανθόχροος Low diacritics: ξανθόχροος Capitals: ΞΑΝΘΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: xanthóchroos Transliteration B: xanthochroos Transliteration C: ksanthochroos Beta Code: canqo/xroos

English (LSJ)

ξανθόχροον, (χρόα, χρώς) with yellow skin, δέμας Mosch.2.84: heterocl. acc. ξανθόχροα Nonn. D. 11.180.

German (Pape)

[Seite 275] zsgz. ξανθόχρους, = Folgdm; Mosch. 2, 84; Nonn. D. 11, 179.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόχροος: -ον, (χρόα, χρὼς) ὁ ἔχων κίτρινον δέρμα, Μόσχ. 2, 84· ἑτερόκλ. αἰτ. ξανθόχροα, Νόνν. Δ. 11· - οὕτω, ξανθόχρως, ωτος, ὁ, ἡ, ἐπὶ ἰχθύος τηγανιστοῦ, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2.

Greek Monotonic

ξανθόχροος: -ον (χρόα, χρώς), αυτός που έχει κιτρινωπό δέρμα, σε Μόσχ.