ξεδιπλώνω

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ξεδιπλώνω)
ανοίγω κάτι διπλωμένο, απλώνω («τες σημαίες τους ξεδιπλώνουν», Σολωμ.)
νεοελλ.
1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω («μη ξεδιπλώνεις το παιδί, γιατί θα κρυώσει»)
2. φρ. «τήν ξεδιπλώνω» — χορταίνωβαστώ ένα τόλορο αργυρό και φτάνει μας τους δυο μας να τήνε ξεδιπλώσομε, να σώσει ώς το λαιμό μας», Στάθ.).