Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξεδιπλώνω

From LSJ

Greek Monolingual

ξεδιπλώνω)
ανοίγω κάτι διπλωμένο, απλώνω («τες σημαίες τους ξεδιπλώνουν», Σολωμ.)
νεοελλ.
1. αφαιρώ το σκέπασμα, ξεσκεπάζω («μη ξεδιπλώνεις το παιδί, γιατί θα κρυώσει»)
2. φρ. «τήν ξεδιπλώνω» — χορταίνωβαστώ ένα τόλορο αργυρό και φτάνει μας τους δυο μας να τήνε ξεδιπλώσομε, να σώσει ώς το λαιμό μας», Στάθ.).