ξεθηλυκώνω

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

ανοίγω τη θηλειά και βγάζω το κουμπί ή την πόρπη, ξεκουμπώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + θηλυκώνω «κουμπώνω»].