Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
ξέθωρος
1. αφαιρώ το χρώμα κάποιου αντικειμένου, ξεβάφω, ξασπρίζω («ο ήλιος ξεθώριασε την μπλούζα»)
2. χάνω το χρώμα μου, υφίσταμαι αλλοίωση του χρωματισμού μου («ξεθώριασε το φόρεμά μου από το συχνό πλύσιμο»).