-άω
1. κινώ να πάω, εκκινώ, αναχωρώ για κάπου («ξεκινάει μια ψαροπούλα...»)
2. παρακινώ, προτρέπω, παροτρύνω («κι εις τούτο μ' εξεκίνησε το σπλάχνος και το θάρρος», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-κινῶ (αόρ. ἐξ-εκίνησα), με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξε-)].