ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
1. κάνω κάποιον να μην αισθάνεται κούραση, αναπαύω («μια βόλτα στην εξοχή μέ ξεκουράζει»)
2. (συν. το μέσ.) ξεκουράζομαι
αναπαύομαι («κοιμήθηκα λίγο και ξεκουράστηκα»).