ξεπεσμός

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

Greek Monolingual

ο ξεπέφτω
1. πτώση της αξίας ενός πράγματος
2. υλική ή ηθική κατάπτωση, παρακμή.