ξεπούλημα

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source

Greek Monolingual

το ξεπουλώ
1. πούλημα όλου του εμπορεύματος
2. πώληση πράγματος σε χαμηλή τιμή με λίγο ή καθόλου κέρδος.