ξεροκαταπίνω

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source

Greek Monolingual

1. καταπίνω το σάλιο μου
2. μτφ. ανέχομαι αδιαμαρτύρητα κάτι με το οποίο δεν συμφωνώ, επειδή βρίσκομαι σε αμηχανία ή σε αδυναμία να αντιδράσω («όταν του κάνω παρατήρηση, ακούει και ξεροκαταπίνει»).