ξεψαχνίζω

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

1. διαλέγω το ψαχνό, αφαιρώ από το κόκαλο το ψαχνό και το τρώω
2. μτφ. α) εξετάζω κάτι λεπτομερώς, λεπτολογώ
β) προσπαθώ να αποσπάσω μυστικά από κάποιον με επιτήδειο τρόπο, βολιδοσκοπώ
γ) εξαντλώ κάποιον οικονομικά αποσπώντας του χρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + ψαχνό].