ξηρόδερμος
From LSJ
English (LSJ)
ξηρόδερμον, dry-skinned, Aët.1.107.
Greek Monolingual
ξηρόδερμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξηρό δέρμα, που πάσχει από ξηροδερμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. κακό-δερμος].
Full diacritics: ξηρόδερμος | Medium diacritics: ξηρόδερμος | Low diacritics: ξηρόδερμος | Capitals: ΞΗΡΟΔΕΡΜΟΣ |
Transliteration A: xēródermos | Transliteration B: xērodermos | Transliteration C: ksirodermos | Beta Code: chro/dermos |
ξηρόδερμον, dry-skinned, Aët.1.107.
ξηρόδερμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξηρό δέρμα, που πάσχει από ξηροδερμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. κακό-δερμος].