ξηρόδερμος

From LSJ

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρόδερμος Medium diacritics: ξηρόδερμος Low diacritics: ξηρόδερμος Capitals: ΞΗΡΟΔΕΡΜΟΣ
Transliteration A: xēródermos Transliteration B: xērodermos Transliteration C: ksirodermos Beta Code: chro/dermos

English (LSJ)

ξηρόδερμον, dry-skinned, Aët.1.107.

Greek Monolingual

ξηρόδερμος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξηρό δέρμα, που πάσχει από ξηροδερμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -δερμος (< δέρμα), πρβλ. κακό-δερμος].