ξυλάς

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436

Greek Monolingual

ο ξύλο
1. πωλητής ξυλείας, ο ξυλέμπορος
2. πωλητής καύσιμης ξυλείας.