ξυλάς
From LSJ
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
Greek Monolingual
ο ξύλο
1. πωλητής ξυλείας, ο ξυλέμπορος
2. πωλητής καύσιμης ξυλείας.
Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit
ο ξύλο
1. πωλητής ξυλείας, ο ξυλέμπορος
2. πωλητής καύσιμης ξυλείας.