ξυλαλόη
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ἡ, = ἀγάλοχον, Aët.1.131; scanned by Heraclit. Gramm. in An.Ox.3.277.
German (Pape)
[Seite 280] ἡ, erst bei Sp., = ἀγάλλοχον.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλᾰλόη: ἡ, = ἀγάλλοχον, Ἡρῳδιαν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 3, σ. 277· ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ξυλαλόη)
είδος ευώδους ξύλου από ινδικά δέντρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + ἀλόη «είδος φυτού»].