ξυλοκάρπασον
From LSJ
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
English (LSJ)
τό, wood of flax, Gal.19.738.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοκάρπᾰσον: τό, τὸ ξύλον τοῦ λίνου, Γαλην. 13. 971.
Greek Monolingual
ξυλοκάρπασον, τὸ (Α)
το ξύλο του φυτού λίνον, του λιναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κάρπασον «είδος φυτού»].