ξυλοφορία

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοφορία Medium diacritics: ξυλοφορία Low diacritics: ξυλοφορία Capitals: ΞΥΛΟΦΟΡΙΑ
Transliteration A: xylophoría Transliteration B: xylophoria Transliteration C: ksyloforia Beta Code: culofori/a

English (LSJ)

ἡ,
A wood-carrying, Lys.Fr.325 S.
II wood-offering, LXX Ne.10.34(35).

German (Pape)

[Seite 281] ἡ, das Holztragen; Lys. bei Poll. 7, 131; LXX.

Russian (Dvoretsky)

ξῠλοφορία:носка дров Lys.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοφορία: ἡ, τὸ φέρειν ξύλα, Λατ. lignatio, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 131.

Greek Monolingual

ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) ξυλοφόρος
μεταφορά ξύλων
αρχ.
προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ).