ξυλόδεσμος

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83

Greek Monolingual

ο
1. ναυτ. είδος κόμβου, θηλειάς με την οποία γίνεται η πρόσδεση ενός σχοινιού σε ξύλινη προεξοχή ή σε ιστό, κν. μαραγκόδεμα
2. συναρμογή ξύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + δεσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].