ξυσιματιά

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

η
ξυσιά, ίχνος από ξύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύσιμο, -ατος + κατάλ. -ιά (πρβλ. κεντηματιά)].