ξυστρίδα

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source

Greek Monolingual

η (Α ξυστρίς, -ίδος)
ξύστρα, στλεγγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύστρα + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ημερίς)].