ξύρω
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
English (LSJ)
[ῡ], collat. form for ξυρέω: impf. ἔξῡρον Luc.Pseudol.27: aor. part. ξύρας Hp.Morb.3.1, Tz.H.9.231:—Med., have oneself shaved, ξύρεσθαι τὸν πώγωνα Chrysipp.Stoic.3.198; τὰς κεφαλάς Plu.2.352c (dub.l.): aor. I, τὴν κεφαλὴν ξυράμενος ib.336e, cf. Luc.Syr.D.53,55, Alciphr. 3.43.
German (Pape)
[Seite 283] = ξυρέω, im act. gar nicht oder erst sehr spät vorkommend; ξύρομαι, sich scheeren lassen, Ath. XIII, 565, Plut. Anton. 1 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
c. ξυρέω;
Moy. ξύρομαι = se raser, se faire tondre.
Étymologie: ξυρόν.
Russian (Dvoretsky)
ξύρω: (ῠ) стричь или брить (τὰ γένεια Plut.); med.-pass. стричься или бриться (τὰς κεφαλάς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ξύρω: τύπος ἰσοδύναμ. τῷ ξυρέω, μετοχ. ἀορ. ξύρας, Ἱππ. 488. 5, Τζέτζ.· - Μέσ., ξύρομαι, ξυρίζομαι, ξύρεσθαι τὰς κεφαλὰς Πλούτ. 2. 352C· ἀόρ., τὴν κ. ξυράμενος αὐτόθι 336Ε.
Greek Monolingual
ξύρω (ΑΜ) ξυρόν
ξυρίζω («ξυρόμενος τῆς κεφαλῆς τὸ ἥμισυ», Λουκιαν.).