Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οδοντώδης

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225

Greek Monolingual

-ες οδούς
1. αυτός που μοιάζει με δόντι
2. αυτός που έχει πολλά δόντια
3. το ουδ. ως ουσ. το οδοντώδες
ζωολ. το ξύστρο τών μαλακίων.