Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οδοντώνω

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀδοντῶ, -όω) οδούς
καθιστώ ένα μηχάνημα ή ένα εργαλείο οδοντωτό
νεοελλ.
ενώνω δύο ξύλινα ή μεταλλικά τεμάχια με προσαρμογή τών προεξοχών του ενός στις εσοχές του άλλου με ήλωση ή με συγκόλληση.