οδοστρωτήρας
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
ο
1. αυτοκινούμενο συνήθως μηχάνημα με ογκώδεις κυλίνδρους στη θέση τών τροχών ή με σειρές ελαστικών τροχών, το οποίο χρησιμοποιείται για την κυλίνδρωση εδαφών, ιδίως κατά την εκτέλεση έργων οδοποιίας
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που ισοπεδώνει τα πάντα χωρίς διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οδοστρώνω + επίθημα -τήρας (πρβλ. κινητήρας). Η λ., στον λόγιο τ. όδοστρωτήρ, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].